- έμμετρος
- -η, -ο (AM ἔμμετρος, -ον)αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση»)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών χρυσομηλιδώναρχ.-μσν.φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» — αυτοί που χρησιμοποιούν συνήθη μέτρααρχ.1. αυτός που γίνεται με μέτρο, χωρίς υπερβολή2. κατάλληλος3. (για πρόσ.) μετριοπαθής, μετρημένος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμμετρονη σωστή αναλογία.
Dictionary of Greek. 2013.